-
1 моторный
1. (приводимый в движение мотором) με κινητήρα, με μηχανή, του κινητήρα 2. физиол. κινητικ/ός, κινητήριος 3. (цех) το τμήμα (του εργοστασίου) κατασκευής των κινητήρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моторный
-
2 катер
η άκατος, το πλοιάριοбуксирный - ρυμούλκησης, το ρυμουλκόдежурный - του συναγερμού/της υπηρεσίας- на подводных крыльях - με υποβρύχια πτερύγια, το «δελφίνι»- εκδρομώνрейдовый - της ρά-δας, разг. η λάντζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катер